- μολοχῖτις
- μολοχ-ῖτις λίθος, ἡ, a kind ofA precious stone, Plin.HN37.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολοχίτης — μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α) φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα ίτης/ ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ ίτης, σιδηρ ίτις)] … Dictionary of Greek